- δυσκαθαίρετος
- -η, -ο (AM δυσκαθαίρετος, -ον)μσν.- νεοελλ.αυτός που δύσκολα καθαιρείται από το εκκλησιαστικό του λειτούργημααρχ.1. αυτός που δύσκολα καθαιρείται ή καταρρίπτεται2. αυτός που δύσκολα καταβάλλεται.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσκαθαίρετον — δυσκαθαίρετος hard to overthrow masc/fem acc sg δυσκαθαίρετος hard to overthrow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκαθαίρετοι — δυσκαθαίρετος hard to overthrow masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԴԺՈՒԱՐԱՔԱԿ — ( ) NBH 1 0620 Chronological Sequence: 6c, 13c ա.մ. δυσκαθαίρετος qui aegre destrui vel vinci potest, δυσδιάλυτος vix dissolubilis Զոր դժուարին է քակել. որում դժուար է քակտիլ, տապալիլ. եւ Դժուարալոյծ օրինակաւ. անխզելի. *Ցանկութիւն, եւ հեշտ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)